- διαπλαστικῇ
- διαπλαστικόςformativefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπλαστική — διαπλαστικός formative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek
δυσεμβρυοπλασία — η διαπλαστική ανωμαλία που οφείλεται σε διαταραχή τής εμβρυϊκής ανάπτυξης … Dictionary of Greek
εξαδακτυλία — η (AM ἑξαδακτυλία) [εξαδάκτυλος] διαπλαστική ανωμαλία κατά την οποία υπάρχει και έκτο δάκτυλο σε ένα από τα χέρια ή σε ένα από τα πόδια ή και στα δύο … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek